ημιισόγειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ημιισόγειο | τα | ημιισόγεια |
γενική | του | ημιισόγειου & ημιισογείου |
των | ημιισόγειων & ημιισογείων |
αιτιατική | το | ημιισόγειο | τα | ημιισόγεια |
κλητική | ημιισόγειο | ημιισόγεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ημιισόγειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημιισόγειος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημιισόγειο[1] ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) κατασκευή που είναι κατά ένα τμήμα της πάνω από το έδαφος και κατά το ένα τμήμα της κάτω απ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία- ημιισόγειος
- → δείτε τις λέξεις ήμισυς και ισόγειος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιισόγειο
|
- ↑ ημιισόγειο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)