↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιεπίπεδο τα ημιεπίπεδα
      γενική του ημιεπιπέδου
ημιεπίπεδου
των ημιεπιπέδων
    αιτιατική το ημιεπίπεδο τα ημιεπίπεδα
     κλητική ημιεπίπεδο ημιεπίπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημιεπίπεδο < γαλλική demi-plan. Μορφολογικά αναλύεται σε ημι- + επίπεδο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημιεπίπεδο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ημιεπίπεδοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)