ημιεξίτηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημιεξίτηλος < ημι- + εξίτηλος < αρχαία ελληνική ἐξίτηλος < ἔξειμι
Επίθετο
επεξεργασίαημιεξίτηλος, -η, -ο
- που δεν έχει γίνει τελείως εξίτηλος ούτε όμως είναι και ανεξίτηλος, αλλά βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημιεξίτηλος
|