ημιδιανοιχθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημιδιανοιχθείς & ημιδιανοιχθέντας |
η | ημιδιανοιχθείσα | το | ημιδιανοιχθέν |
γενική | του | ημιδιανοιχθέντος & ημιδιανοιχθέντα |
της | ημιδιανοιχθείσας & ημιδιανοιχθείσης* |
του | ημιδιανοιχθέντος |
αιτιατική | τον | ημιδιανοιχθέντα | την | ημιδιανοιχθείσα | το | ημιδιανοιχθέν |
κλητική | ημιδιανοιχθείς & ημιδιανοιχθέντα |
ημιδιανοιχθείσα | ημιδιανοιχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημιδιανοιχθέντες | οι | ημιδιανοιχθείσες | τα | ημιδιανοιχθέντα |
γενική | των | ημιδιανοιχθέντων | των | ημιδιανοιχθεισών | των | ημιδιανοιχθέντων |
αιτιατική | τους | ημιδιανοιχθέντες | τις | ημιδιανοιχθείσες | τα | ημιδιανοιχθέντα |
κλητική | ημιδιανοιχθέντες | ημιδιανοιχθείσες | ημιδιανοιχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ημιδιανοιχθείς < ημι- + διανοιχθείς
Επίθετο
επεξεργασίαημιδιανοιχθείς
- (σπάνιο) (λόγιο) που έχει διανοιχθεί κατά το ήμισυ ή κατά ένα μόνο μέρος του
- ※ Απεντάχθηκαν δύο ακόμη έργα λόγω καθυστερήσεων από το ΠΕΠ Αττικής. Στην απένταξη δυο ακόμη έργων από το ΠΕΠ Αττικής, προχώρησε ο περιφερειάρχης Αττικής. Πρόκειται για το έργο «διαβάθμιση / βελτίωση της παλαιάς Εθνικής Οδού Ελευσίνα - Θήβα» και το έργο «κατασκευή τριών ανισόπεδων κόμβων στην ευρύτερη περιοχή του Σκαραμαγκά και ολοκλήρωση ημιδιανοιχθέντος τμήματος της Περιφερειακής Αιγάλεω». Τα έργα παρουσίαζαν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις μεγαλύτερες των έξι μηνών, όσον αφορά στην προγραμματισθείσα πρόοδο και τους όρους της απόφασης ένταξης. (εφ. Καθημερινή, 24/9/2013)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιδιανοιχθείς
|