Αιγάλεω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία

Ετυμολογία
επεξεργασία
- Αιγάλεω < αρχαία ελληνική Αἰγάλεως < αἴξ + λεώς[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈɣa.le.o/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αι‐γά‐λε‐ω
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αιγάλεω ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασία- Αιγαλιώτης
- αιγαλιώτικος
- Αιγαλιώτισσα
- → δείτε τις λέξεις αίγα και λαός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αιγάλεω
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)