Αιγάλεω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αιγάλεω < αρχαία ελληνική Αἰγάλεων < Αἰγάλεως < αἴξ + λεώς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈɣa.le.o/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αι‐γά‐λε‐ω
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αιγάλεω ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
- Αιγαλιώτης
- αιγαλιώτικος
- Αιγαλιώτισσα
- → δείτε τις λέξεις αίγα και λαός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αιγάλεω