ημιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημιαστικός < ημι- + αστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiurban)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.mi.a.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐α‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαημιαστικός, -ή, -ό
- που έχει χαρακτηριστικά αστικά αλλά και αγροτικά