Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστικά < αστικός

  Επίρρημα επεξεργασία

αστικά

  • συντηρητικά, όχι προοδευτικά
    σκέφτεται αστικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αστικά