ημιαποθετικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημιαποθετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημιαποθετικός. Δείτε verba (ρήματα) semideponentia (ημιαποθετικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.mi.a.po.θe.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐α‐πο‐θε‐τι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημιαποθετικό ουδέτερο
- (γραμματική) ρήμα ενεργητικής διάθεσης, που σχηματίζει κάποιους χρόνους του κατά την ενεργητική φωνή και κάποιους κατά την παθητική φωνή
Συγγενικά
επεξεργασία- ημιαποθετικός
- → δείτε τις λέξεις ημι-, αποθετικός και θέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιαποθετικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαημιαποθετικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ημιαποθετικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ημιαποθετικός