ηλεκτρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλεκτρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ηλεκτρίζω, ηλεκτρίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαηλεκτρισμένος, -η, -ο
- (μεταφορικά) γεμάτος ένταση
- μετά το φραστικό επεισόδιο η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρισμένος
|