Δείτε επίσης: ηθογράφηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηθογραφία οι ηθογραφίες
      γενική της ηθογραφίας των ηθογραφιών
    αιτιατική την ηθογραφία τις ηθογραφίες
     κλητική ηθογραφία ηθογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηθογραφία < ηθογράφος + -ία < αρχαία ελληνική ἠθογράφος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική éthographie)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηθογραφία θηλυκό

  • (λογοτεχνία) το λογοτεχνικό είδος του πεζού λόγου που αποσκοπεί στην πιστή απόδοση της ζωής, των ηθών και των εθίμων των ανθρώπων μιας κοινωνικής ομάδας καθώς και του τόπου τους
    ⮡  η ελληνική ηθογραφία των αρχών του 20ου αιώνα στράφηκε κυρίως στην αποτύπωση της καθημερινής ζωής στις αγροτικές περιοχές

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία