ηθογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηθογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που περιγράφει ανθρώπινους χαρακτήρες
- ο πεζογράφος που ασχολείται με την ηθογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηθογράφος
|
ηθογράφος αρσενικό ή θηλυκό
|