Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ηθογράφος οι ηθογράφοι
      γενική του/της ηθογράφου των ηθογράφων
    αιτιατική τον/την ηθογράφο τους/τις ηθογράφους
     κλητική ηθογράφε ηθογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηθογράφος < αρχαία ελληνική ἠθογράφος < ἦθος ήθ(ος) + -ο- + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηθογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που περιγράφει ανθρώπινους χαρακτήρες
  2. ο πεζογράφος που ασχολείται με την ηθογραφία

  Μεταφράσεις επεξεργασία