ηθογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηθογράφηση | οι | ηθογραφήσεις |
γενική | της | ηθογράφησης* | των | ηθογραφήσεων |
αιτιατική | την | ηθογράφηση | τις | ηθογραφήσεις |
κλητική | ηθογράφηση | ηθογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηθογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηθογράφηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η αφηγηματική ή περιγραφική παρουσίαση του ήθους, του χαρακτήρα και της προσωπικότητας κάποιου μέσα από τα λόγια ή τις πράξεις του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηθογράφηση
|