Δείτε επίσης: ηθογραφία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηθογράφηση οι ηθογραφήσεις
      γενική της ηθογράφησης* των ηθογραφήσεων
    αιτιατική την ηθογράφηση τις ηθογραφήσεις
     κλητική ηθογράφηση ηθογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηθογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηθογράφηση < ήθος + -ο- + -γράφηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηθογράφηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία