ηγεμονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηγεμονιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hegemonistic < αρχαία ελληνική ἡγεμών
Επίθετο
επεξεργασίαηγεμονιστικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με τον ηγεμονισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηγεμονιστικός
Πηγές
επεξεργασία- ηγεμονιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ηγεμονιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)