ζύγι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζύγι | τα | ζύγια |
γενική | του | ζυγιού | των | ζυγιών |
αιτιατική | το | ζύγι | τα | ζύγια |
κλητική | ζύγι | ζύγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζύγι < μεσαιωνική ελληνική ζύγι < ζύγιν < ζύγιον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζύγι ουδέτερο
- μέτρο βάρους τοποθετούμενο στο ένα σκέλος του ζυγού για να προσδιοριστεί το βάρος αντικειμένου που τοποθετείται στο άλλο σκέλος του ζυγού
- βαρίδι που κρέμεται από το νήμα της στάθμης για να προσδιοριστεί η κατακόρυφη κατεύθυνση
- ένα από δύο (ή περισσότερα) μικρά νήματα με τα οποία συνδέεται ο σκελετός του χαρταετού με το νήμα από το οποίο εξαρτάται κατά την ανύψωσή του
- όλη η επιτυχία του κλασικού χαρταετού βρίσκεται στα ζύγια του