ζωόφυτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζωόφυτο | τα | ζωόφυτα |
γενική | του | ζωόφυτου & ζωοφύτου |
των | ζωόφυτων & ζωοφύτων |
αιτιατική | το | ζωόφυτο | τα | ζωόφυτα |
κλητική | ζωόφυτο | ζωόφυτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωόφυτο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζωόφυτον[1] ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική zoophyte[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zoˈo.fi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ό‐φυ‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωόφυτο ουδέτερο
- (βιολογία, ζωολογία) κατηγορία ασπόνδυλων ζώων μου έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τα φυτά
- ※ Τα φυσικά σφουγγάρια δεν είναι παρά στερεές πορώδεις μάζες από ζωόφυτο που σχηματίζονται σε συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές όπου η θερμοκρασία και τα ρεύματα το ευνοούν. (10 ξακουστά είδη που φτιάχνονται στην Ελλάδα, in2life.gr, 28 Απριλίου 2014)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ζωόφυτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζωόφυτο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζωόφυτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.