↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωοποιημένος η ζωοποιημένη το ζωοποιημένο
      γενική του ζωοποιημένου της ζωοποιημένης του ζωοποιημένου
    αιτιατική τον ζωοποιημένο τη ζωοποιημένη το ζωοποιημένο
     κλητική ζωοποιημένε ζωοποιημένη ζωοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωοποιημένοι οι ζωοποιημένες τα ζωοποιημένα
      γενική των ζωοποιημένων των ζωοποιημένων των ζωοποιημένων
    αιτιατική τους ζωοποιημένους τις ζωοποιημένες τα ζωοποιημένα
     κλητική ζωοποιημένοι ζωοποιημένες ζωοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζωοποιώ

ζωοποιημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ζωοποιώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία