ζωοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωοποιώ < ελληνιστική κοινή ζωοποιέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zo.o.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαζωοποιώ
- δίνω ζωή σε κάτι
- (μεταφορικά) ενδυναμώνω, εμψυχώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζωοποιώ | ζωοποιούσα | θα ζωοποιώ | να ζωοποιώ | ζωοποιώντας | |
β' ενικ. | ζωοποιείς | ζωοποιούσες | θα ζωοποιείς | να ζωοποιείς | ||
γ' ενικ. | ζωοποιεί | ζωοποιούσε | θα ζωοποιεί | να ζωοποιεί | ||
α' πληθ. | ζωοποιούμε | ζωοποιούσαμε | θα ζωοποιούμε | να ζωοποιούμε | ||
β' πληθ. | ζωοποιείτε | ζωοποιούσατε | θα ζωοποιείτε | να ζωοποιείτε | ζωοποιείτε | |
γ' πληθ. | ζωοποιούν(ε) | ζωοποιούσαν(ε) | θα ζωοποιούν(ε) | να ζωοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζωοποίησα | θα ζωοποιήσω | να ζωοποιήσω | ζωοποιήσει | ||
β' ενικ. | ζωοποίησες | θα ζωοποιήσεις | να ζωοποιήσεις | ζωοποίησε | ||
γ' ενικ. | ζωοποίησε | θα ζωοποιήσει | να ζωοποιήσει | |||
α' πληθ. | ζωοποιήσαμε | θα ζωοποιήσουμε | να ζωοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ζωοποιήσατε | θα ζωοποιήσετε | να ζωοποιήσετε | ζωοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ζωοποίησαν ζωοποιήσαν(ε) |
θα ζωοποιήσουν(ε) | να ζωοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζωοποιήσει | είχα ζωοποιήσει | θα έχω ζωοποιήσει | να έχω ζωοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζωοποιήσει | είχες ζωοποιήσει | θα έχεις ζωοποιήσει | να έχεις ζωοποιήσει | έχε ζωοποιημένο | |
γ' ενικ. | έχει ζωοποιήσει | είχε ζωοποιήσει | θα έχει ζωοποιήσει | να έχει ζωοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζωοποιήσει | είχαμε ζωοποιήσει | θα έχουμε ζωοποιήσει | να έχουμε ζωοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζωοποιήσει | είχατε ζωοποιήσει | θα έχετε ζωοποιήσει | να έχετε ζωοποιήσει | έχετε ζωοποιημένο | |
γ' πληθ. | έχουν ζωοποιήσει | είχαν ζωοποιήσει | θα έχουν ζωοποιήσει | να έχουν ζωοποιήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ζωοποιημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ζωοποιημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ζωοποιημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ζωοποιημένο |
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζωοποιώ
|