ζωδιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωδιακός | η | ζωδιακή | το | ζωδιακό |
γενική | του | ζωδιακού | της | ζωδιακής | του | ζωδιακού |
αιτιατική | τον | ζωδιακό | τη | ζωδιακή | το | ζωδιακό |
κλητική | ζωδιακέ | ζωδιακή | ζωδιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωδιακοί | οι | ζωδιακές | τα | ζωδιακά |
γενική | των | ζωδιακών | των | ζωδιακών | των | ζωδιακών |
αιτιατική | τους | ζωδιακούς | τις | ζωδιακές | τα | ζωδιακά |
κλητική | ζωδιακοί | ζωδιακές | ζωδιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζωδιακός, -ή, -ό (λόγιο: ζωδιακός, -ή, -όν)
- ο σχετικός με ζώδια
- ζωδιακός κύκλος, ζωδιακό φως