Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωδιακά < ζωδιακός

  Επίρρημα επεξεργασία

ζωδιακά

  • σχετικά με το ζώδιο κάποιου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ζωδιακά