↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωανθρωπία οι ζωανθρωπίες
      γενική της ζωανθρωπίας των ζωανθρωπιών
    αιτιατική τη ζωανθρωπία τις ζωανθρωπίες
     κλητική ζωανθρωπία ζωανθρωπίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωανθρωπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία zo(o)- < αρχαία ελληνική ζω(ο)- < ζῷον + (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -anthrop- < αρχαία ελληνική ἄνθρωπ(ος), όπως γαλλικά zoanthropie[1] ή αγγλικά zoanthropy[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zo.an.θɾoˈpi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωανθρωπία θηλυκό

  • (ψυχιατρική) ψυχική ασθένεια κατά την οποία ο πάσχων πιστεύει ότι μεταμορφώνεται σε ζώο και συμπεριφέρεται ως τέτοιο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ζωανθρωπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)