Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυκανθρωπία οι λυκανθρωπίες
      γενική της λυκανθρωπίας των λυκανθρωπιών
    αιτιατική τη λυκανθρωπία τις λυκανθρωπίες
     κλητική λυκανθρωπία λυκανθρωπίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυκανθρωπία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυκανθρωπία[1] < (λύκος) λυκ- + ἄνθρωπ(ος) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.kan.θɾoˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐καν‐θρω‐πί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυκανθρωπία θηλυκό

  • (ψυχιατρική) ψυχική ασθένεια κατά την οποία ο πάσχων πιστεύει ότι μεταμορφώνεται σε λύκο και συμπεριφέρεται ως λύκος

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία