λυκανθρωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λυκανθρωπία | οι | λυκανθρωπίες |
γενική | της | λυκανθρωπίας | των | λυκανθρωπιών |
αιτιατική | τη | λυκανθρωπία | τις | λυκανθρωπίες |
κλητική | λυκανθρωπία | λυκανθρωπίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λυκανθρωπία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυκανθρωπία[1] < (λύκος) λυκ- + ἄνθρωπ(ος) + -ία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.kan.θɾoˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐καν‐θρω‐πί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλυκανθρωπία θηλυκό
- (ψυχιατρική) ψυχική ασθένεια κατά την οποία ο πάσχων πιστεύει ότι μεταμορφώνεται σε λύκο και συμπεριφέρεται ως λύκος
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λυκανθρωπία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λυκανθρωπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας