lycanthropy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lycanthropy | lycanthropies |
Ετυμολογία
επεξεργασία- lycanthropy < νεολατινική lycanthropia < ελληνιστική κοινή λυκανθρωπία (μαρτυρείται από το 1594)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laɪˈkanθɹəpi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlycanthropy (en)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ lycanthropy - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)