Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζορλαμαλίδικος η ζορλαμαλίδικη το ζορλαμαλίδικο
      γενική του ζορλαμαλίδικου της ζορλαμαλίδικης του ζορλαμαλίδικου
    αιτιατική τον ζορλαμαλίδικο τη ζορλαμαλίδικη το ζορλαμαλίδικο
     κλητική ζορλαμαλίδικε ζορλαμαλίδικη ζορλαμαλίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζορλαμαλίδικοι οι ζορλαμαλίδικες τα ζορλαμαλίδικα
      γενική των ζορλαμαλίδικων των ζορλαμαλίδικων των ζορλαμαλίδικων
    αιτιατική τους ζορλαμαλίδικους τις ζορλαμαλίδικες τα ζορλαμαλίδικα
     κλητική ζορλαμαλίδικοι ζορλαμαλίδικες ζορλαμαλίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζορλαμαλίδικος < ζορλαμάς + -ίδικος

  Επίθετο επεξεργασία

ζορλαμαλίδικος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014