Δείτε επίσης: ζευκτής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζεύκτης οι ζεύκτες
      γενική του ζεύκτη των ζευκτών
    αιτιατική τον ζεύκτη τους ζεύκτες
     κλητική ζεύκτη ζεύκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεύκτης < ελληνιστική κοινή ζευκτής / ζευκτός < αρχαία ελληνική ζεύγνυμι ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coupler[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζεύκτης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ζεύκτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)