Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεματίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζεματίζω < αρχαία ελληνική ζέω. Δείτε και ζεματάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ze.maˈti.zo/

ζεματίζω, αόρ.: ζεμάτισα, παθ.φωνή: ζεματίζομαι, π.αόρ.: ζεματίστηκα, μτχ.π.π.: ζεματισμένος

  1. περιχύνω κάτι με βραστό υγρό ή το βυθίζω σε αυτό
    πρέπει πρώτα να ζεματίσεις τα χόρτα
  2. προκαλώ έγκαυμα ή κάνω κάποιον να νιώσει κάψιμο
    τον ζεμάτισε ο ατμός
  3. (μεταφορικά) προκαλώ σε κάποιον θλίψη
    με ζεμάτισες με αυτά που είπες!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία