ζεματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζεματίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζεματίζω < αρχαία ελληνική ζέω. Δείτε και ζεματάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ze.maˈti.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαζεματίζω, αόρ.: ζεμάτισα, παθ.φωνή: ζεματίζομαι, π.αόρ.: ζεματίστηκα, μτχ.π.π.: ζεματισμένος
- περιχύνω κάτι με βραστό υγρό ή το βυθίζω σε αυτό
- πρέπει πρώτα να ζεματίσεις τα χόρτα
- προκαλώ έγκαυμα ή κάνω κάποιον να νιώσει κάψιμο
- τον ζεμάτισε ο ατμός
- (μεταφορικά) προκαλώ σε κάποιον θλίψη
- με ζεμάτισες με αυτά που είπες!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζεματίζω | ζεμάτιζα | θα ζεματίζω | να ζεματίζω | ζεματίζοντας | |
β' ενικ. | ζεματίζεις | ζεμάτιζες | θα ζεματίζεις | να ζεματίζεις | ζεμάτιζε | |
γ' ενικ. | ζεματίζει | ζεμάτιζε | θα ζεματίζει | να ζεματίζει | ||
α' πληθ. | ζεματίζουμε | ζεματίζαμε | θα ζεματίζουμε | να ζεματίζουμε | ||
β' πληθ. | ζεματίζετε | ζεματίζατε | θα ζεματίζετε | να ζεματίζετε | ζεματίζετε | |
γ' πληθ. | ζεματίζουν(ε) | ζεμάτιζαν ζεματίζαν(ε) |
θα ζεματίζουν(ε) | να ζεματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζεμάτισα | θα ζεματίσω | να ζεματίσω | ζεματίσει | ||
β' ενικ. | ζεμάτισες | θα ζεματίσεις | να ζεματίσεις | ζεμάτισε | ||
γ' ενικ. | ζεμάτισε | θα ζεματίσει | να ζεματίσει | |||
α' πληθ. | ζεματίσαμε | θα ζεματίσουμε | να ζεματίσουμε | |||
β' πληθ. | ζεματίσατε | θα ζεματίσετε | να ζεματίσετε | ζεματίστε | ||
γ' πληθ. | ζεμάτισαν ζεματίσαν(ε) |
θα ζεματίσουν(ε) | να ζεματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζεματίσει | είχα ζεματίσει | θα έχω ζεματίσει | να έχω ζεματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζεματίσει | είχες ζεματίσει | θα έχεις ζεματίσει | να έχεις ζεματίσει | έχε ζεματισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ζεματίσει | είχε ζεματίσει | θα έχει ζεματίσει | να έχει ζεματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζεματίσει | είχαμε ζεματίσει | θα έχουμε ζεματίσει | να έχουμε ζεματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζεματίσει | είχατε ζεματίσει | θα έχετε ζεματίσει | να έχετε ζεματίσει | έχετε ζεματισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ζεματίσει | είχαν ζεματίσει | θα έχουν ζεματίσει | να έχουν ζεματίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ζεματισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ζεματισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ζεματισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ζεματισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζεματίζομαι | ζεματιζόμουν(α) | θα ζεματίζομαι | να ζεματίζομαι | ||
β' ενικ. | ζεματίζεσαι | ζεματιζόσουν(α) | θα ζεματίζεσαι | να ζεματίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ζεματίζεται | ζεματιζόταν(ε) | θα ζεματίζεται | να ζεματίζεται | ||
α' πληθ. | ζεματιζόμαστε | ζεματιζόμαστε ζεματιζόμασταν |
θα ζεματιζόμαστε | να ζεματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ζεματίζεστε | ζεματιζόσαστε ζεματιζόσασταν |
θα ζεματίζεστε | να ζεματίζεστε | (ζεματίζεστε) | |
γ' πληθ. | ζεματίζονται | ζεματίζονταν ζεματιζόντουσαν |
θα ζεματίζονται | να ζεματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζεματίστηκα | θα ζεματιστώ | να ζεματιστώ | ζεματιστεί | ||
β' ενικ. | ζεματίστηκες | θα ζεματιστείς | να ζεματιστείς | ζεματίσου | ||
γ' ενικ. | ζεματίστηκε | θα ζεματιστεί | να ζεματιστεί | |||
α' πληθ. | ζεματιστήκαμε | θα ζεματιστούμε | να ζεματιστούμε | |||
β' πληθ. | ζεματιστήκατε | θα ζεματιστείτε | να ζεματιστείτε | ζεματιστείτε | ||
γ' πληθ. | ζεματίστηκαν ζεματιστήκαν(ε) |
θα ζεματιστούν(ε) | να ζεματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ζεματιστεί | είχα ζεματιστεί | θα έχω ζεματιστεί | να έχω ζεματιστεί | ζεματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ζεματιστεί | είχες ζεματιστεί | θα έχεις ζεματιστεί | να έχεις ζεματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ζεματιστεί | είχε ζεματιστεί | θα έχει ζεματιστεί | να έχει ζεματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ζεματιστεί | είχαμε ζεματιστεί | θα έχουμε ζεματιστεί | να έχουμε ζεματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ζεματιστεί | είχατε ζεματιστεί | θα έχετε ζεματιστεί | να έχετε ζεματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ζεματιστεί | είχαν ζεματιστεί | θα έχουν ζεματιστεί | να έχουν ζεματιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ζεματισμένος - είμαστε, είστε, είναι ζεματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ζεματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ζεματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ζεματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ζεματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ζεματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ζεματισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζεματίζω