↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζεματιστός η ζεματιστή το ζεματιστό
      γενική του ζεματιστού της ζεματιστής του ζεματιστού
    αιτιατική τον ζεματιστό τη ζεματιστή το ζεματιστό
     κλητική ζεματιστέ ζεματιστή ζεματιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζεματιστοί οι ζεματιστές τα ζεματιστά
      γενική των ζεματιστών των ζεματιστών των ζεματιστών
    αιτιατική τους ζεματιστούς τις ζεματιστές τα ζεματιστά
     κλητική ζεματιστοί ζεματιστές ζεματιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεματιστός < ζεματίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ζεματιστός -ή -ό

  • που ζεματάει, που δεν μπορείς να τον ακουμπήσεις επειδή είναι υπερβολικά ζεστός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία