Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζεματιστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζεματιστ
ός
η
ζεματιστ
ή
το
ζεματιστ
ό
γενική
του
ζεματιστ
ού
της
ζεματιστ
ής
του
ζεματιστ
ού
αιτιατική
τον
ζεματιστ
ό
τη
ζεματιστ
ή
το
ζεματιστ
ό
κλητική
ζεματιστ
έ
ζεματιστ
ή
ζεματιστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζεματιστ
οί
οι
ζεματιστ
ές
τα
ζεματιστ
ά
γενική
των
ζεματιστ
ών
των
ζεματιστ
ών
των
ζεματιστ
ών
αιτιατική
τους
ζεματιστ
ούς
τις
ζεματιστ
ές
τα
ζεματιστ
ά
κλητική
ζεματιστ
οί
ζεματιστ
ές
ζεματιστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζεματιστός
<
ζεματίζω
Επίθετο
επεξεργασία
ζεματιστός -ή -ό
που
ζεματάει
, που δεν μπορείς να τον ακουμπήσεις επειδή είναι υπερβολικά
ζεστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζεματιστός