Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ze.maˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζε‐μα‐τώ

  Ρήμα επεξεργασία

ζεματώ

  • λιγότερο συνηθισμένη μορφή του ζεματάω