Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεματάω < ζεματώ < ζεματίζω με μεταπλασμό σε ‑ώ < μεσαιωνική ελληνική ζεματίζω < ελληνιστική κοινή ζέμα[1] < αρχαία ελληνική ζέω (βράζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *i̯es-oH < *i̯es[2] (βράζω, αφρίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ze.maˈta.o/

ζεματάω/ζεματώ, πρτ.: ζεματούσα/ζεμάταγα, αόρ.: ζεμάτισα, παθ.φωνή: ζεματιέμαι, π.αόρ.: ζεματίστηκα, μτχ.π.π.: ζεματισμένος

  1. (μεταβατικό) ζεματίζω, περιβρέχω με ζεστό υγρό ή βυθίζω μέσα σε ζεστό υγρό
  2. ((μεταβατικό), για υγρό) προκαλώ έγκαυμα ή αίσθημα καψίματος
  3. ((αμετάβατο), στον ενεστώτα και παρατατικό) έχω πολύ μεγάλη θερμοκρασία, καίω
    το παιδί ζεματάει από τον πυρετό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ζεματάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).