↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζεμάτημα τα ζεματήματα
      γενική του ζεματήματος των ζεματημάτων
    αιτιατική το ζεμάτημα τα ζεματήματα
     κλητική ζεμάτημα ζεματήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεμάτημα < ζεματώ + -μα < μεσαιωνική ελληνική ζεματίζω < ελληνιστική κοινή ζέμα < αρχαία ελληνική ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *i̯es-oH < *i̯es[1] (βράζω, αφρίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zeˈma.ti.ma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζεμάτημα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.