Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ze.maˈti.zo.me/

ζεματίζομαι, πρτ.: ζεματιζόμουν, στ.μέλλ.: θα ζεματιστώ, αόρ.: ζεματίστηκα, μτχ.π.π.: ζεματισμένος