Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζαχαρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζαχαρωμέν
ος
η
ζαχαρωμέν
η
το
ζαχαρωμέν
ο
γενική
του
ζαχαρωμέν
ου
της
ζαχαρωμέν
ης
του
ζαχαρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ζαχαρωμέν
ο
τη
ζαχαρωμέν
η
το
ζαχαρωμέν
ο
κλητική
ζαχαρωμέν
ε
ζαχαρωμέν
η
ζαχαρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζαχαρωμέν
οι
οι
ζαχαρωμέν
ες
τα
ζαχαρωμέν
α
γενική
των
ζαχαρωμέν
ων
των
ζαχαρωμέν
ων
των
ζαχαρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ζαχαρωμέν
ους
τις
ζαχαρωμέν
ες
τα
ζαχαρωμέν
α
κλητική
ζαχαρωμέν
οι
ζαχαρωμέν
ες
ζαχαρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζαχαρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ζαχαρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ζαχαρωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ζαχαρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζαχαρωμένος
γαλλικά
:
cristallisé
(fr)
,
trop mûr
(fr)