↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαχαρωμένος η ζαχαρωμένη το ζαχαρωμένο
      γενική του ζαχαρωμένου της ζαχαρωμένης του ζαχαρωμένου
    αιτιατική τον ζαχαρωμένο τη ζαχαρωμένη το ζαχαρωμένο
     κλητική ζαχαρωμένε ζαχαρωμένη ζαχαρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαχαρωμένοι οι ζαχαρωμένες τα ζαχαρωμένα
      γενική των ζαχαρωμένων των ζαχαρωμένων των ζαχαρωμένων
    αιτιατική τους ζαχαρωμένους τις ζαχαρωμένες τα ζαχαρωμένα
     κλητική ζαχαρωμένοι ζαχαρωμένες ζαχαρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαχαρώνω

ζαχαρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ζαχαρώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία