ζαχαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /za.xaˈɾo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαζαχαρώνω , πρτ.: ζαχάρωνα, στ.μέλλ.: θα ζαχαρώσω, αόρ.: ζαχάρωσα, παθ.φωνή: ζαχαρώνομαι, μτχ.π.π.: ζαχαρωμένος
- ρίχνω ζάχαρη σε κάτι ή το ρίχνω μέσα σε διάλυμα ζάχαρης
- (για φαγώσιμα) κρυσταλλώνω, σχηματίζω κρυστάλλους ζάχαρης
- (μεταφορικά) μου αρέσει κάτι πολύ και έχω σκοπό να το πάρω
- (συνεκδοχικά) βλέπω, παρατηρώ κάτι που μου αρέσει πολύ
- (συνεκδοχικά) κάνω ερωτοτροπίες
Συγγενικά
επεξεργασία- αζαχάρωτος
- γλυκοζαχαρώνω
- ζαχάρωμα
- ζαχαρωμένος
- ζαχαρωτό
- ζαχαρωτός
- → δείτε τη λέξη ζάχαρη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζαχαρώνω | ζαχάρωνα | θα ζαχαρώνω | να ζαχαρώνω | ζαχαρώνοντας | |
β' ενικ. | ζαχαρώνεις | ζαχάρωνες | θα ζαχαρώνεις | να ζαχαρώνεις | ζαχάρωνε | |
γ' ενικ. | ζαχαρώνει | ζαχάρωνε | θα ζαχαρώνει | να ζαχαρώνει | ||
α' πληθ. | ζαχαρώνουμε | ζαχαρώναμε | θα ζαχαρώνουμε | να ζαχαρώνουμε | ||
β' πληθ. | ζαχαρώνετε | ζαχαρώνατε | θα ζαχαρώνετε | να ζαχαρώνετε | ζαχαρώνετε | |
γ' πληθ. | ζαχαρώνουν(ε) | ζαχάρωναν ζαχαρώναν(ε) |
θα ζαχαρώνουν(ε) | να ζαχαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζαχάρωσα | θα ζαχαρώσω | να ζαχαρώσω | ζαχαρώσει | ||
β' ενικ. | ζαχάρωσες | θα ζαχαρώσεις | να ζαχαρώσεις | ζαχάρωσε | ||
γ' ενικ. | ζαχάρωσε | θα ζαχαρώσει | να ζαχαρώσει | |||
α' πληθ. | ζαχαρώσαμε | θα ζαχαρώσουμε | να ζαχαρώσουμε | |||
β' πληθ. | ζαχαρώσατε | θα ζαχαρώσετε | να ζαχαρώσετε | ζαχαρώστε | ||
γ' πληθ. | ζαχάρωσαν ζαχαρώσαν(ε) |
θα ζαχαρώσουν(ε) | να ζαχαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζαχαρώσει | είχα ζαχαρώσει | θα έχω ζαχαρώσει | να έχω ζαχαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζαχαρώσει | είχες ζαχαρώσει | θα έχεις ζαχαρώσει | να έχεις ζαχαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζαχαρώσει | είχε ζαχαρώσει | θα έχει ζαχαρώσει | να έχει ζαχαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζαχαρώσει | είχαμε ζαχαρώσει | θα έχουμε ζαχαρώσει | να έχουμε ζαχαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζαχαρώσει | είχατε ζαχαρώσει | θα έχετε ζαχαρώσει | να έχετε ζαχαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζαχαρώσει | είχαν ζαχαρώσει | θα έχουν ζαχαρώσει | να έχουν ζαχαρώσει |
|