γλυκοζαχαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγλυκοζαχαρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκοζαχαρώνω | γλυκοζαχάρωνα | θα γλυκοζαχαρώνω | να γλυκοζαχαρώνω | γλυκοζαχαρώνοντας | |
β' ενικ. | γλυκοζαχαρώνεις | γλυκοζαχάρωνες | θα γλυκοζαχαρώνεις | να γλυκοζαχαρώνεις | γλυκοζαχάρωνε | |
γ' ενικ. | γλυκοζαχαρώνει | γλυκοζαχάρωνε | θα γλυκοζαχαρώνει | να γλυκοζαχαρώνει | ||
α' πληθ. | γλυκοζαχαρώνουμε | γλυκοζαχαρώναμε | θα γλυκοζαχαρώνουμε | να γλυκοζαχαρώνουμε | ||
β' πληθ. | γλυκοζαχαρώνετε | γλυκοζαχαρώνατε | θα γλυκοζαχαρώνετε | να γλυκοζαχαρώνετε | γλυκοζαχαρώνετε | |
γ' πληθ. | γλυκοζαχαρώνουν(ε) | γλυκοζαχάρωναν γλυκοζαχαρώναν(ε) |
θα γλυκοζαχαρώνουν(ε) | να γλυκοζαχαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλυκοζαχάρωσα | θα γλυκοζαχαρώσω | να γλυκοζαχαρώσω | γλυκοζαχαρώσει | ||
β' ενικ. | γλυκοζαχάρωσες | θα γλυκοζαχαρώσεις | να γλυκοζαχαρώσεις | γλυκοζαχάρωσε | ||
γ' ενικ. | γλυκοζαχάρωσε | θα γλυκοζαχαρώσει | να γλυκοζαχαρώσει | |||
α' πληθ. | γλυκοζαχαρώσαμε | θα γλυκοζαχαρώσουμε | να γλυκοζαχαρώσουμε | |||
β' πληθ. | γλυκοζαχαρώσατε | θα γλυκοζαχαρώσετε | να γλυκοζαχαρώσετε | γλυκοζαχαρώστε | ||
γ' πληθ. | γλυκοζαχάρωσαν γλυκοζαχαρώσαν(ε) |
θα γλυκοζαχαρώσουν(ε) | να γλυκοζαχαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκοζαχαρώσει | είχα γλυκοζαχαρώσει | θα έχω γλυκοζαχαρώσει | να έχω γλυκοζαχαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκοζαχαρώσει | είχες γλυκοζαχαρώσει | θα έχεις γλυκοζαχαρώσει | να έχεις γλυκοζαχαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκοζαχαρώσει | είχε γλυκοζαχαρώσει | θα έχει γλυκοζαχαρώσει | να έχει γλυκοζαχαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκοζαχαρώσει | είχαμε γλυκοζαχαρώσει | θα έχουμε γλυκοζαχαρώσει | να έχουμε γλυκοζαχαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκοζαχαρώσει | είχατε γλυκοζαχαρώσει | θα έχετε γλυκοζαχαρώσει | να έχετε γλυκοζαχαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκοζαχαρώσει | είχαν γλυκοζαχαρώσει | θα έχουν γλυκοζαχαρώσει | να έχουν γλυκοζαχαρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλυκοζαχαρώνω
|