Δείτε επίσης: σακχαρίνη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαχαρίνη οι ζαχαρίνες
      γενική της ζαχαρίνης των ζαχαρινών
    αιτιατική τη ζαχαρίνη τις ζαχαρίνες
     κλητική ζαχαρίνη ζαχαρίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ζαχαρίνη σε σκόνη

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαρίνη < σακχαρίνη (με επίδραση της λέξης ζάχαρη) < γαλλική saccharine < μεσαιωνική λατινική saccharum (ζάχαρη) + -ine (-ίνη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.xaˈɾi.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαχαρίνη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία