σακχαρίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σακχαρίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική saccharine < μεσαιωνική λατινική saccharum + -ine -ίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακχαρίνη θηλυκό
- (χημεία, γαστρονομία) η ζαχαρίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία σακχαρίνη
|