ζαφειρένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζαφειρένιος | η | ζαφειρένια | το | ζαφειρένιο |
γενική | του | ζαφειρένιου | της | ζαφειρένιας | του | ζαφειρένιου |
αιτιατική | τον | ζαφειρένιο | τη | ζαφειρένια | το | ζαφειρένιο |
κλητική | ζαφειρένιε | ζαφειρένια | ζαφειρένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζαφειρένιοι | οι | ζαφειρένιες | τα | ζαφειρένια |
γενική | των | ζαφειρένιων | των | ζαφειρένιων | των | ζαφειρένιων |
αιτιατική | τους | ζαφειρένιους | τις | ζαφειρένιες | τα | ζαφειρένια |
κλητική | ζαφειρένιοι | ζαφειρένιες | ζαφειρένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζαφειρένιος
- που έχει κατασκευαστεί από ζαφείρι ή έχει παρόμοιο χρώμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζαφείρι