↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαφειρένιος η ζαφειρένια το ζαφειρένιο
      γενική του ζαφειρένιου της ζαφειρένιας του ζαφειρένιου
    αιτιατική τον ζαφειρένιο τη ζαφειρένια το ζαφειρένιο
     κλητική ζαφειρένιε ζαφειρένια ζαφειρένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαφειρένιοι οι ζαφειρένιες τα ζαφειρένια
      γενική των ζαφειρένιων των ζαφειρένιων των ζαφειρένιων
    αιτιατική τους ζαφειρένιους τις ζαφειρένιες τα ζαφειρένια
     κλητική ζαφειρένιοι ζαφειρένιες ζαφειρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαφειρένιος < ζαφείρι + -ένιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ζαφειρένιος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία