ζαργάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαργάνα | οι | ζαργάνες |
γενική | της | ζαργάνας | των | ζαργανών |
αιτιατική | τη | ζαργάνα | τις | ζαργάνες |
κλητική | ζαργάνα | ζαργάνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαργάνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαργάνα < πιθανόν ελληνιστική κοινή σαργάνη (πλέγμα, πλεξίδα· καλάθι, κοφίνι)[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zaɾˈɣa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζαρ‐γά‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαργάνα θηλυκό
- ψάρι του γένους Belone, (επιστημονική ονομασία Belone belone), με μακρόστενο κορμί και ρύγχος που μοιάζει με βελόνα
- (μεταφορικά) όμορφη και με ωραίο σώμα κοπέλα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ζαργάνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαργάνα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζαργάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.