Δείτε επίσης: Εὔθοινος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὔθοινος τὸ εὔθοινον
      γενική τοῦ/τῆς εὐθοίνου τοῦ εὐθοίνου
      δοτική τῷ/τῇ εὐθοίν τῷ εὐθοίν
    αιτιατική τὸν/τὴν εὔθοινον τὸ εὔθοινον
     κλητική ! εὔθοινε εὔθοινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὔθοινοι τὰ εὔθοιν
      γενική τῶν εὐθοίνων τῶν εὐθοίνων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐθοίνοις τοῖς εὐθοίνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐθοίνους τὰ εὔθοιν
     κλητική ! εὔθοινοι εὔθοιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐθοίνω τὼ εὐθοίνω
      γεν-δοτ τοῖν εὐθοίνοιν τοῖν εὐθοίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὔθοινος < εὖ + θοίνη + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

εὔθοινος, -ος, -ον

  1. πολυτελής, πολυδάπανος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 257 (255-257)
    καίτοι θυτῆρος καί σε τιμῶντος μέγα | πατρὸς νεοσσοὺς τούσδ᾽ ἀποφθείρας πόθεν | ἕξεις ὁμοίας χειρὸς εὔθοινον γέρας;
    Κι αν μας αφήσεις να χαθούμ᾽ εμείς, ο γόνος | ενός γονιού που σε τιμούσε με θυσίες άφθονες πάντα, πού θενά | ᾽βρεις πια το χέρι που όμοια πλουσιοπάροχα θα σου προσφέρει;
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  2. (για τον Ηρακλή) που τρώει πάρα πολύ
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια Ῥωμαϊκά, Διὰ τί τῷ Ἡρακλεῖ πολλοὶ τῶν πλουσίων ἐδεκάτευον τὰς οὐσίας;, Section 18, 267f @scaife.perseus
    ἢ ταῦτα μὲν οὐκ ἔχει [*] τὴν ἱστορίαν ἀξιόπιστον, ὡς δʼ ἀδηφάγῳ τινὶ τῷ Ἡρακλεῖ καὶ εὐθοίνῳ δαψιλῶς καὶ ἀφθόνως ἀπέθυον;