θοίνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θοίνη | αἱ | θοῖναι |
γενική | τῆς | θοίνης | τῶν | θοινῶν |
δοτική | τῇ | θοίνῃ | ταῖς | θοίναις |
αιτιατική | τὴν | θοίνην | τὰς | θοίνᾱς |
κλητική ὦ! | θοίνη | θοῖναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θοίνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θοίναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θοίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθοίνη, -ης θηλυκό
- φαγητό, δείπνο, συμπόσιο
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 114 (110-114)
- ἐπεὶ οὔ τοι ἀτάρβητον Διὸς υἱὸν | οὐδ᾽ Ἰφικλεΐδην δειδίξεται, ἀλλά μιν οἴω | φεύξεσθαι δύο παῖδας ἀμύμονος Ἀλκεΐδαο, | οἳ δή σφι σχεδόν εἰσι, λιλαιόμενοι πολέμοιο | φυλόπιδα στήσειν, τά σφιν πολὺ φίλτερα θοίνης.»
- Δε θα τρομάξει ούτε τον άφοβο του Δία γιο, | ούτε τον γιο τού Ιφικλή, μα αυτός νομίζω | πως θα κάνει να ξεφύγει από τα δυο παιδιά του άψογου του Αλκείδη | που στέκονται κοντά του κι έχουνε πόθο τους να στήσουνε | πολέμου αγώνα, που πολύ περσότερο τον προτιμούν από τα φαγοπότια.»
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐπεὶ οὔ τοι ἀτάρβητον Διὸς υἱὸν | οὐδ᾽ Ἰφικλεΐδην δειδίξεται, ἀλλά μιν οἴω | φεύξεσθαι δύο παῖδας ἀμύμονος Ἀλκεΐδαο, | οἳ δή σφι σχεδόν εἰσι, λιλαιόμενοι πολέμοιο | φυλόπιδα στήσειν, τά σφιν πολὺ φίλτερα θοίνης.»
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 722
- [Κλυταιμνήστρα] ἡμεῖς δὲ θοίνην ποῦ γυναιξὶ θήσομεν;
- [Κλυταιμνήστρα] Και πού θα δώσω δείπνο στις γυναίκες;
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- [Κλυταιμνήστρα] ἡμεῖς δὲ θοίνην ποῦ γυναιξὶ θήσομεν;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1073 (1071-1073)
- πᾷ πόδ᾽ ἐπᾴξας | σαρκῶν ὀστέων τ᾽ ἐμπλησθῶ, | θοίναν ἀγρίων θηρῶν τιθέμενος,
- Κατά πού να ριχτώ, | με κόκαλα και σάρκες να χορτάσω, | των άγριων θεριών το φαΐ να γευτώ;
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- πᾷ πόδ᾽ ἐπᾴξας | σαρκῶν ὀστέων τ᾽ ἐμπλησθῶ, | θοίναν ἀγρίων θηρῶν τιθέμενος,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 174c
- Ἴσως μέντοι κινδυνεύσω καὶ ἐγὼ οὐχ ὡς σὺ λέγεις, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ καθ᾽ Ὅμηρον φαῦλος ὢν ἐπὶ σοφοῦ ἀνδρὸς ἰέναι θοίνην ἄκλητος.
- «Ίσως όμως, Σωκράτη, βρεθώ κι εγώ, όχι όπως με αποκαλείς εσύ, αλλά όπως λέει ο Όμηρος, ένας ασήμαντος να πηγαίνω ακάλεστος σε δείπνο σοφού ανθρώπου.
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- Ἴσως μέντοι κινδυνεύσω καὶ ἐγὼ οὐχ ὡς σὺ λέγεις, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ καθ᾽ Ὅμηρον φαῦλος ὢν ἐπὶ σοφοῦ ἀνδρὸς ἰέναι θοίνην ἄκλητος.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 114 (110-114)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θοίνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θοίνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.