εἱρκτή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἱρκτή | αἱ | εἱρκταί |
γενική | τῆς | εἱρκτῆς | τῶν | εἱρκτῶν |
δοτική | τῇ | εἱρκτῇ | ταῖς | εἱρκταῖς εἱρκταῖσι |
αιτιατική | τὴν | εἱρκτήν | τὰς | εἱρκτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | εἱρκτή | εἱρκταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἱρκτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἱρκταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἱρκτή < εἵργω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἱρκτή, -ῆς θηλυκό
- φυλακή, δεσμωτήριο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 131.2
- καὶ ἐς μὲν τὴν εἱρκτὴν ἐσπίπτει τὸ πρῶτον ὑπὸ τῶν ἐφόρων (ἔξεστι δὲ τοῖς ἐφόροις τὸν βασιλέα δρᾶσαι τοῦτο), ἔπειτα διαπραξάμενος ὕστερον ἐξῆλθε καὶ καθίστησιν ἑαυτὸν ἐς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν.
- Στην αρχή οι έφοροι τον έριξαν στην φυλακή —οι έφοροι έχουν το δικαίωμα να φυλακίζουν τον βασιλέα— κι έπειτα κατάφερε να βγει από την φυλακή και δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να παρουσιαστεί σε δικαστήριο για να κριθεί από όποιον ήθελε να ελέγξει την διαγωγή του.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ἐς μὲν τὴν εἱρκτὴν ἐσπίπτει τὸ πρῶτον ὑπὸ τῶν ἐφόρων (ἔξεστι δὲ τοῖς ἐφόροις τὸν βασιλέα δρᾶσαι τοῦτο), ἔπειτα διαπραξάμενος ὕστερον ἐξῆλθε καὶ καθίστησιν ἑαυτὸν ἐς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 497
- [ΠΕΝΘΕΑΣ] εἱρκταῖσί τ᾽ ἔνδον σῶμα σὸν φυλάξομεν.
- [ΠΕΝΘΕΑΣ] Έπειτα, θα εγκλειστείς στη φυλακή και θα φρουρείσαι.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- [ΠΕΝΘΕΑΣ] εἱρκταῖσί τ᾽ ἔνδον σῶμα σὸν φυλάξομεν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 3, 1.19 @scaife.perseus
- ἃ δὲ ᾠήθης λαθεῖν χρῆναι, οὕτω σὲ οἶδε λαθόντα ὥστε ἃ ἐνόμιζεν ἑαυτῷ ἐχυρὰ χωρία ἀποκεῖσθαι, σὺ εἰρκτὰς ταῦτα ἔλαθες προκατασκευάσας·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Άγις και Κλεομένης, Agis.19.6 @scaife.perseus
- τοῦτο δέ ἐστὶν οἴκημα τῆς εἱρκτῆς ἐν ᾧ θανατοῦσι τοὺς καταδίκους ἀποπνίγοντες.
- ≈ συνώνυμα: ἀναγκαῖον, δεσμωτήριον, εἱργμός, φυλακή, τηρητήριον, ὁρκάνη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 131.2
- (μεταφορικά) (για το σώμα) φυλακή της ψυχής
- ※ 1ος κε αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος/Βιβλίο Β, 154
- Καὶ γὰρ ἔῤῥωται παρ' αὐτοῖς ἥδε ἡ δόξα, φθαρτὰ μὲν εἶναι τὰ σώματα καὶ τὴν ὕλην οὐ μόνιμον αὐτῶν, τὰς δὲ ψυχὰς ἀθανάτους ἀεὶ διαμένειν, καὶ συμπλέκεσθαι μὲν ἐκ τοῦ λεπτοτάτου φοιτώσας αἰθέρος ὥσπερ εἱρκταῖς τοῖς σώμασιν ἴυγγί τινι φυσικῇ κατασπωμένας,
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, Περὶ τοῦ τίς ὁ τῶν θείων ἐστίν κληρονόμος, (Quis rerum divinarum heres sit), 68 @scaife.perseus
- τίς οὖν γενήσεται κληρονόμος; οὐχ ὁ μένων ἐν τῇ τοῦ σώματος εἱρκτῇ λογισμὸς καθ’ ἑκούσιον γνώμην, ἀλλ’ ὁ λυθεὶς τῶν δεσμῶν καὶ ἐλευθερωθεὶς καὶ ἔξω τειχῶν προεληλυθὼς καὶ καταλελοιπώς, εἰ οἷόν τε τοῦτο εἰπεῖν, αὐτὸς ἑαυτόν. „ὃς γὰρ ἐξελεύσεται ἐκ σοῦ“ φησίν, „οὗτος κληρονομήσει σε (Gen. 15, 4)“.
- ※ 1ος κε αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος/Βιβλίο Β, 154
- το εσωτερικό μέρος ενός σπιτιού, τα δωμάτια των γυναικών
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 2, 1.5 @scaife.perseus
- ὥσπερ οἱ μοιχοὶ εἰσέρχονται εἰς τὰς εἰρκτάς, εἰδότες ὅτι κίνδυνος τῷ μοιχεύοντι ἅ τε ὁ νόμος ἀπειλεῖ παθεῖν καὶ ἐνεδρευθῆναι καὶ ληφθέντα ὑβρισθῆναι·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 2, 1.5 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εἱρκτή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἱρκτή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.