ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
εἱρκτοφῠλᾰκ-
ονομαστική εἱρκτοφύλαξ οἱ εἱρκτοφύλακες
      γενική τοῦ εἱρκτοφύλακος τῶν εἱρκτοφυλάκων
      δοτική τῷ εἱρκτοφύλακ τοῖς εἱρκτοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν εἱρκτοφύλακ τοὺς εἱρκτοφύλακᾰς
     κλητική ! εἱρκτοφύλαξ εἱρκτοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἱρκτοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  εἱρκτοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἱρκτοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < εἱρκτή + φύλαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἱρκτοφύλαξ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία