εἱρκτοφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
εἱρκτοφῠλᾰκ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | εἱρκτοφύλαξ | οἱ | εἱρκτοφύλακες | ||||
γενική | τοῦ | εἱρκτοφύλακος | τῶν | εἱρκτοφυλάκων | ||||
δοτική | τῷ | εἱρκτοφύλακῐ | τοῖς | εἱρκτοφύλαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | εἱρκτοφύλακᾰ | τοὺς | εἱρκτοφύλακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | εἱρκτοφύλαξ | εἱρκτοφύλακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἱρκτοφύλακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | εἱρκτοφυλάκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἱρκτοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < εἱρκτή + φύλαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἱρκτοφύλαξ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- δεσμοφύλακας
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, Βίος πολιτικού όπερ έστι περί Ιωσήφ, (De Josepho), 81, @scaife.perseus
- ὅσης δ’ ἀπανθρωπίας οἱ εἱρκτοφύλακες γέμουσι καὶ ὠμότητος, οὐδεὶς ἀγνοεῖ·
- ※ 1ος κε αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκή αρχαιολογία, 17.187 @scaife.perseus
- ὁ δὲ Ἡρώδης καὶ πρότερον οὐχ ἡσσώμενος οὐδʼ εὐνοίᾳ τοῦ υἱέος ἐπεὶ ἤκουσε τοῦ εἱρκτοφύλακος ταῦτα εἰρηκότος, ἀνεβόησέν τε ἀνατυψάμενος τὴν κεφαλὴν καίπερ ἐν τῷ ὑστάτῳ ὢν καὶ ἐπὶ τὸν ἀγκῶνα περιάρας ἑαυτὸν κελεύει πέμψας τινὰ τῶν δορυφόρων μηδὲν εἰς ἀναβολὰς ἀλλʼ ἐκ τοῦ ὀξέος κτείνασιν αὐτὸν ἐν Ὑρκανίᾳ ταφὰς ἀσήμους ποιεῖσθαι.
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, Βίος πολιτικού όπερ έστι περί Ιωσήφ, (De Josepho), 81, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εἱρκτοφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.