Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφοριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εφοριακ
ός
η
εφοριακ
ή
το
εφοριακ
ό
γενική
του
εφοριακ
ού
της
εφοριακ
ής
του
εφοριακ
ού
αιτιατική
τον
εφοριακ
ό
την
εφοριακ
ή
το
εφοριακ
ό
κλητική
εφοριακ
έ
εφοριακ
ή
εφοριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εφοριακ
οί
οι
εφοριακ
ές
τα
εφοριακ
ά
γενική
των
εφοριακ
ών
των
εφοριακ
ών
των
εφοριακ
ών
αιτιατική
τους
εφοριακ
ούς
τις
εφοριακ
ές
τα
εφοριακ
ά
κλητική
εφοριακ
οί
εφοριακ
ές
εφοριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφοριακός
<
εφορία
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
εφοριακός
που έχει
σχέση
με την
εφορία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφοριακός
γαλλικά
: du
fisc
(fr)
, de l'
impôt
(fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εφοριακός
αρσενικό ή θηλυκό
υπάλληλος
εφορίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφοριακός
γαλλικά
:
employé
(fr)
du
fisc
(fr)