ευχείρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευχείρωτος < αρχαία ελληνική εὐχείρωτος < εὗ + χειρόω / χειρῶ < χείρ
Επίθετο
επεξεργασίαευχείρωτος, -η, -ο
- εύκολος, βολικός, ευχερής
- Ο καλαίσθητος και ευχείρωτος τόμος του προκείμενου Λεξικού αριθμεί 2.439 τρίστηλες σελίδες και αποτελεί από κάθε άποψη τυπογραφικό άθλο. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χέρι