Δείτε επίσης: εὐχείρωτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευχείρωτος η ευχείρωτη το ευχείρωτο
      γενική του ευχείρωτου της ευχείρωτης του ευχείρωτου
    αιτιατική τον ευχείρωτο την ευχείρωτη το ευχείρωτο
     κλητική ευχείρωτε ευχείρωτη ευχείρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευχείρωτοι οι ευχείρωτες τα ευχείρωτα
      γενική των ευχείρωτων των ευχείρωτων των ευχείρωτων
    αιτιατική τους ευχείρωτους τις ευχείρωτες τα ευχείρωτα
     κλητική ευχείρωτοι ευχείρωτες ευχείρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευχείρωτος < αρχαία ελληνική εὐχείρωτος < εὗ + χειρόω / χειρῶ < χείρ

  Επίθετο

επεξεργασία

ευχείρωτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη χέρι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία