Δείτε επίσης: εὐσταλής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευσταλής η ευσταλής το ευσταλές
      γενική του ευσταλούς* της ευσταλούς του ευσταλούς
    αιτιατική τον ευσταλή την ευσταλή το ευσταλές
     κλητική ευσταλή(ς) ευσταλής ευσταλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευσταλείς οι ευσταλείς τα ευσταλή
      γενική των ευσταλών των ευσταλών των ευσταλών
    αιτιατική τους ευσταλείς τις ευσταλείς τα ευσταλή
     κλητική ευσταλείς ευσταλείς ευσταλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευσταλής < αρχαία ελληνική εὐσταλής < εὖ + στέλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

ευσταλής

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία