ευσαρκία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευσαρκία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐσαρκία < εὔσαρκος. Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + σάρκ(α) + -ία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ef.saɾˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐σαρ‐κί‐α
Επίθετο επεξεργασία
ευσαρκία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευσαρκία
|
Πηγές επεξεργασία
- «εύσαρκος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)