ευνή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευνή | οι | ευνές |
γενική | της | ευνής | των | ευνών |
αιτιατική | την | ευνή | τις | ευνές |
κλητική | ευνή | ευνές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευνή < αρχαία ελληνική εὐνή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευνή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) το κρεβάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατεύναστος
- ευνουχίζω
- ευνουχισμός
- ευνούχος
- κατευνάζω
- κατευνασμός
- κατευναστικά
- κατευναστικός
- σύνευνος