• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κατευνασμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατευνασμός οι κατευνασμοί
      γενική του κατευνασμού των κατευνασμών
    αιτιατική τον κατευνασμό τους κατευνασμούς
     κλητική κατευνασμέ κατευνασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατευνασμός < (ελληνιστική κοινή) κατευνασμός < κατευνάζω < κατά + αρχαία ελληνική εὐνή + -άζω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κατευνασμός αρσενικό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατευνάζω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις κατευνάζω και ευνή

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κατευνασμός
  • γαλλικά : apaisement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κατευνασμός&oldid=5617265"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Οκτωβρίου 2022, στις 13:38

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Οκτωβρίου 2022, στις 13:38.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie