Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκολοδιάβαστος η ευκολοδιάβαστη το ευκολοδιάβαστο
      γενική του ευκολοδιάβαστου της ευκολοδιάβαστης του ευκολοδιάβαστου
    αιτιατική τον ευκολοδιάβαστο την ευκολοδιάβαστη το ευκολοδιάβαστο
     κλητική ευκολοδιάβαστε ευκολοδιάβαστη ευκολοδιάβαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκολοδιάβαστοι οι ευκολοδιάβαστες τα ευκολοδιάβαστα
      γενική των ευκολοδιάβαστων των ευκολοδιάβαστων των ευκολοδιάβαστων
    αιτιατική τους ευκολοδιάβαστους τις ευκολοδιάβαστες τα ευκολοδιάβαστα
     κλητική ευκολοδιάβαστοι ευκολοδιάβαστες ευκολοδιάβαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευκολοδιάβαστος < εύκολος + -ο- + διαβάζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ευκολοδιάβαστος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία