ευκολοδιάβαστων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαευκολοδιάβαστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευκολοδιάβαστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευκολοδιάβαστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευκολοδιάβαστος