ευκλεής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευκλεής | η | ευκλεής | το | ευκλεές |
γενική | του | ευκλεούς* | της | ευκλεούς | του | ευκλεούς |
αιτιατική | τον | ευκλεή | την | ευκλεή | το | ευκλεές |
κλητική | ευκλεή(ς) | ευκλεής | ευκλεές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευκλεείς | οι | ευκλεείς | τα | ευκλεή |
γενική | των | ευκλεών | των | ευκλεών | των | ευκλεών |
αιτιατική | τους | ευκλεείς | τις | ευκλεείς | τα | ευκλεή |
κλητική | ευκλεείς | ευκλεείς | ευκλεή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαευκλεής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐκλεής[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ef.kleˈis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κλε‐ής
Επίθετο
επεξεργασίαευκλεής -ής -ές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευκλεής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευκλεής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας